11/9/17

1922

Άσβεστη μνήμη, 95 χρόνια μετά

Κώστας Μπασάνος, Άτιτλο (Αλάτι), 2013, αλάτι, ξύλινη παλέτα, μελάνι, 60 x 220 x 160 εκ.


ΤΟΥ ΑΛΚΗ ΡΗΓΟΥ

Η Κατάρρευση
Δεκαπενταύγουστος 1922. Το ελληνικό στρατιωτικό μέτωπο στη Μικρά - Ασία διασπάται από τα στρατεύματα του Κεμάλ Αττατούρκ.
Η κατάρρευση ενός κουρασμένου και διαβρωμένου από την προπαγάνδα του «οίκαδε» στρατού επέρχεται ραγδαία.
Σε λιγότερο από είκοσι μέρες, ούτε ένα ελληνικό στρατιωτικό τμήμα της πάλαι ποτέ ένδοξης στρατιάς δεν απομένει στη γη της Ιωνίας.
Ο αρχιστράτηγος Χατζηανέστης ανακαλείται. Ο Ύπατος Αρμοστής -δηλαδή ο Έλληνας Υπουργός της Ιωνίας- Αριστείδης Στεργιάδης, αφού μετέφερε στο αγγλικό αντιτορπιλικό «Iron Duke» και την τελευταία καρέκλα του σπιτιού του, αναχωρεί υπό την προστασία βρετανικού αγήματος, που άνοιξε βίαια δρόμο ανάμεσα στο έξαλλο πλήθος των Σμυρνιών που τον καταριότανε, για τη Ρουμανία, κι από εκεί για τη Νίκαια της Γαλλίας όπου έζησε μισθοδοτούμένος από την Ιντέλλιντζενς Σέρβις μέχρι και το θάνατο του στην περίοδο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο μοιραίος αυτός άνθρωπος, που επιλέχτηκε προσωπικά από τον Ελευθέριο Βενιζέλο αλλά έμεινε στο πόστο του και μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920 -μόνος αυτός ακλόνητος απ' όλο τον βενιζελικό κόσμο- είχε πράγματι εκπληρώσει στο ακέραιο την αποστολή του. Εμπόδισε συνειδητά κάθε προσπάθεια των Ελλήνων της Μικρασίας να οργανωθούν οι ίδιοι αμυντικά. Τους έκρυψε μέχρι τέλους την αλήθεια. Αρνήθηκε να τους δώσει όπλα. Κι ακόμη περισσότερο, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να μη φύγουν έγκαιρα από τη Σμύρνη, λέγοντας με τον κυνισμό που τον διέκρινε απερίφραστα στον νεαρό Γεώργιο Παπανδρέου: «Καλύτερα να μείνουν εδώ, να τους σφάξη ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα, θα ανατρέψουν τα πάντα».


Η Σμύρνη στις φλόγες
Και ο Τουρκικός Στρατός υπό τον Νουρεντίν Μπέη εισέρχεται στη Σμύρνη.
Ο επίσκοπος της Χρυσόστομος -η μόνη αρχή που έχει απομείνει στην πόλη- σέρνεται στο Διοικητήριο και παραδίνεται από τον ίδιο τον Νουρεντίν στον τουρκικό όχλο που τον λυντσάρει. Σκηνές φρίκης ακολουθούν.
Οι μαρτυρίες των ξένων είναι συγκλονιστικές. Λεηλασίες, σφαγές, βιασμοί και κάθε είδους φρικαλεότητα σε βάρος Ελλήνων και Αρμενίων βυθίζουν τα πάντα στο αίμα.
Η Σμύρνη τυλίγεται στις φλόγες που ανάβουν οι στρατιώτες του Νουρεντίν.
Το λιμάνι γεμίζει πτώματα κι απελπισμένους ανθρώπους που με κάθε μέσο προσπαθούν να φτάσουν στα αγγλογαλλικά και αμερικανικά πολεμικά για να σωθούν.
Οι διαταγές των συμμαχικών κυβερνήσεων προς τους αντιπροσώπους τους ρητές: καμία ενέργεια που θα ενοχλούσε τους Τούρκους, τις τραγικές εκείνες ώρες. «Αυστηρά ουδετερότης». Κι όμως θα αρκούσε: «μια οβίδα στο βρόντο» -γράφει ο τότε πρόξενος των Ηνωμένων Πολιτειών Τζώρτζ Χόρτον- «πάνω από την τουρκική συνοικία, για να συγκρατηθή η θηριωδία των Τούρκων».
Μα τα συμφέροντα είχαν στομώσει τις μπούκες των κανονιών του πανίσχυρου συμμαχικού στόλου.
Ευτυχώς για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τα επίσημα συμφέροντα αντιστάθμισε το θάρρος και η μεγαλοψυχία των ατόμων.
Αρκετοί σύμμαχοι ναύτες και στρατιώτες με τις πράξεις τους έκαναν τους διοικητές τους να ντρέπονται.
Ο Αμερικανός πρόξενος εσκεμμένα παραβίασε τις διαταγές της κυβέρνησής του -που μοναδικό τους κίνητρο είχαν το εμπόριο με τη νέα κεμαλική Τουρκία- για να βοηθήσει τον χριστιανικό πληθυσμό.
Ο Αξιωματούχος της ΧΑΝ Έιζα Τζέννινγκς ουσιαστικά διοίκησε όλο τον ελληνικό εμπορικό στόλο του Αιγαίου στη μεγάλη σωστική επιχείρηση των αμάχων, μολονότι όπως έλεγε:
«το μόνο που ήξερα από καράβια, ήταν ότι σ' αυτά πάθαινα ναυτία».
Παρ' όλες όμως τις εθελοντικές τούτες προσπάθειες, περισσότερες ήταν οι χιλιάδες που χάθηκαν παρά που σώθηκαν.
Απολογισμός: 700 χιλιάδες νεκροί. Ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες. Κι αμέτρητες οι χιλιάδες που παίρνουν το δρόμο της ομηρίας προς το εσωτερικό της Ανατολίας. Μόνο από την περιοχή Σμύρνης υπολογίζονται σε εκατόν πενήντα χιλιάδες οι άντρες 18 ως 45 χρονών που χάθηκαν σ' αυτές τις μακρές, σιωπηλές, μαρτυρικές πορείες χωρίς γυρισμό.

Το τέλος
Μέσα στα αποκαΐδια ο Κεμάλ Αττατούρκ μπαίνει θριαμβικά στην «Γκιαούρ Ισμίρ».
Ο τουρκικός πληθυσμός τον αποθεώνει.
«Στα μέρη που τραγουδήθηκαν για πρώτη φορά τα ομηρικά έπη, εκεί που πρωτογράφτηκε ελληνικά το Ευαγγέλιο, εκεί που οι σοφιστές με την παλιά καλλιέπεια ανάθρεψαν τους πατέρες της εκκλησίας, εκεί που ανάβλυσε το μεσαιωνικό έπος του Ακρίτα, κι απ' όπου ορμούσαν ακατάβλητοι οι λόγιοι του 17ου και 18ου αιώνα για να ξαναφτιάξουν το γένος, εκεί ούτε ένας Έλληνας πια δεν αναπνέει.
Η πόλη των Αμαζόνων και του Τάνταλου σβήνει από τους χάρτες του κόσμου».
Η πολιτιστική της προσωπικότητα ποδοπατιέται. Το Και, το Παραλέλι, η Μπελαβίστα, οι Βερχανέδες, το Μπουλβάρ Αλιότι, οι Μεγάλες Ταβέρνες, ο Κουλές, τα Τράσα, η Αγία Φωτεινή, η Αγία Κατερίνα, τα βαποράκια του Κορδελιού, το τραμ της προκυμαίας που το 'σερναν άλογα, τα μονάζυγά φυστίκια, τα πολιτάκια με τα σαντούρια, οι πεταχτές γυναίκες, ο φραγκομαχαλάς, οι μπάνκες, η μικρή φραγκολεβαντίνα Κλότα π' αγάπησε παιδί ο πατέρας μου, του Χατζηφράγκου, τα Εγγλέζικα, τα Μαλτέζικα, τα Αρμένικα, τα Σπιτάλια, ο Άγιος Κωνσταντίνος, ο Άγιος Νικόλαος, ο Άγιος Τρύφων, ο φούρνος της προ-γιαγιάς μου, η Λέσχη των Κυνηγών, η Ευαγγελική Σχολή, το Tenis Club, ολόκληρη η κάτω πόλη χάνεται στις φλόγες.
Το όνομά της πεθαίνει και στη θέση της ξεφυτρώνει το άσημο Ισμίρ.
Βέβαια, επειδή η οικονομία αντέχει πιότερο απ' όλα τούτα, το όνομά της εξακολουθεί να επιζεί στο Διεθνές Εμπόριο, χάρις στα «Smyrna figs», αυτή την εκλεκτότερη ποικιλία ξερών σύκων του αγγλοσαξωνικού κόσμου.

Η έσχατη ελληνική κραυγή στην Ανατολή

Την ίδια ώρα, λίγο πιο έξω από τη Σμύρνη, κατά τα δυτικά, στον Τσεσμέ, τα υπολείμματα της νικημένης Ελληνικής Στρατιάς, μέσα σε μια και μόνη νύκτα, επιβιβάζονται στα καράβια. Ούτε μια κάσα υλικού, ούτε μια σφαίρα δεν απομένει στη στεριά, εκτός από τα μη απαραίτητα πια υποζύγια. Η διαταγή είναι αμείλικτη: να εξοντωθούν για να μην πέσουν στα χέρια του Τουρκικού Στρατού.
Τα αθώα μουλάρια στήνονται μπροστά στην μπούκα των πολυβόλων, μα πολλοί αξιωματικοί παρακούνε τη σκληρή διαταγή. Κι έτσι, όσα σώθηκαν, λαβωμένα, φοβισμένα, πάνε και στήνονται γύρω από τα λιγοστά πηγάδια, ακίνητα, παθητικά κι άβουλα, προσμένοντας κάποιον να νοιαστεί να σβήσει τη δίψα τους. Εικόνα τραγική, που έκανε τον νεαρό τότε Αμερικάνο πολεμικό ανταποκριτή Έρνεστ Χεμινγουαίη να γράψει μερικές υπέροχες σελίδες, θρηνώντας τούτα τα αθώα θύματα ενός ακόμη άδικου πολέμου. Και η βαριά μέρα τελειώνει. Το σκοτάδι πέφτει αργά. Η σιγή απλώνεται στην έρημη παραλία του Τσεσμέ, με τους διπλομανταλωμένους στα σπίτια τους Τούρκους. Σιγή βασιλεύει και στα καράβια. Παράξενη, κατανυκτική. Σαν ένα σιδερένιο χέρι να έκλεισε με βία τριάντα χιλιάδες στόματα. Όλοι αμίλητοι, κρατώντας λες την ανάσα τους, κοιτούν τη μαύρη ακτή. Τα ψέματα τελείωσαν. Αυτοί είναι οι τελευταίοι της καταστροφής. Έτοιμοι να αφήσουν πίσω τους τη νεκρή πια Ιωνία.
Και ξαφνικά, μέσα σ' αυτή την απόλυτη σιωπή της νύκτας, από το επίτακτο «Κύκνος» που βρίσκεται ο νέος αρχιστράτηγος Πολυμενάκος με το επιτελείο του, μια σάλπιγγα αντηχεί, τραγικά συγκλονιστική, ανατριχιαστική στο συμβολισμό της, αδυσώπητη στη μελωδία της. Δεν σημαίνει ούτε παιάνα ούτε έφοδο, σημαίνει, αλίμονο, τη «Θοδώρα», που στη στρατιωτική γλώσσα μεταφράζεται σε «αποχώρηση».
Αυτό το Σάλπισμα κλείνει μια ολόκληρη εποχή χιλιετηρίδων.
Ήταν το πένθιμο αντίο στην πάλαι ποτέ Ελληνική Ιωνία.
Η έσχατη κραυγή, στην Ανατολή. Το οριστικό τέλος εκατό χρόνων Μεγαλοϊδεατισμού.

Το γιατί

To πώς έφτασαν τα πράγματα ως εδώ προβάλλει αναγκαίο.
«Η καταστροφή» -θα γράψει ο Ελευθέριος Βενιζέλος- «εξεταστέον αν δεν είναι μεγαλυτέρα και από την πτώσιν της Κωνσταντινουπόλεως (το 1453). Εις την πτώσιν της Κωνσταντινουπόλεως, το έθνος έμεινεν εις τας εστίας του ... υποταγμένον και δούλον, αλλ' έμεινεν συνεχίζον την ζωήν του, δεν έπαθεν την συμφοράν την οποίαν έπαθεν σήμερον».
Συμφορά που δεν αφορά μόνο τον ξεριζωμό του Ελληνισμού από την Ιωνία, αλλά και από τον Πόντο και λίγο αργότερα και από την Ανατολική Θράκη.
Ιστορικά το πελώριο γιατί έχει πια βρει την απάντησή του.
Η όλη μικρασιατική περιπέτεια εις «την οποίαν» -όπως δήλωνε πολύ αργότερα από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, στα 1957, ο τότε υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ- «προσκλήθημεν όπως συμμετάσχωμεν υπό της Αγγλίας, Γαλλίας και Ιταλίας ... ήτο πόλεμος συμμαχικής κατακτήσεως ... δεν ήτο ελληνικός πόλεμος». Και οφείλεται στο ευρύτερο παιχνίδι ανακατατάξεων των σφαιρών επιρροής, μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, των Μεγάλων Δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο και Δυτική Ασία. Κυρίως δε στον έλεγχο των πετρελαίων της Μοσούλης από τους Άγγλους μπροστά στην εθνική αφύπνιση Τούρκων και Αράβων. Γεγονός που δεν εκτίμησαν όσο και όπως έπρεπε οι Έλληνες πολιτικοί.
Ως προς τις εσωτερικές ευθύνες, ο σημερινός μελετητής αβίαστα αναγνωρίζει ότι πολιτικά βαρύνουν και τους δύο βαθιά διχασμένους αστικούς πολιτικούς κόσμους. Πρόκειται για ευθύνες που κανείς τους δεν μπορεί να αποσείσει και τις οποίες δραματικά διαπίστωνε από τότε ο Επίσκοπος Σμύρνης Χρυσόστομος στην τελευταία επιστολή του, λίγο πριν τον μαρτυρικό του θάνατο, προς τον Βενιζέλο:
«Ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας, το Ελληνικό Κράτος, αλλά και σύμπαν το Ελληνικό Έθνος κατεβαίνει πλέον εις τον Άδη ... της αφαντάστου ταύτης καταστροφής βεβαίως αίτιοι είναι οι πολιτικοί και προσωπικοί σας εχθροί, πλην και Υμείς φέρετε μέγιστον της ευθύνης βάρος».
Αυτό, βέβαια, δεν ελαφρύνει καθόλου τις συγκεκριμένες και όχι μόνο γενικά πολιτικές ευθύνες του βασιλιά Κωνσταντίνου και των κυβερνητικών διαχειριστών μετά τις εκλογές του 1920. Ευθύνες που γίνονται ακόμη πιο μεγάλες, αν αναλογιστεί κανείς ότι συνέχισαν έναν πόλεμο που πριν ανέλθουν είχαν καταδικάσει, αδιαφορώντας και για τη γνώμη των Συμμάχων και για την επερχόμενη καταστροφή που ήδη από το 1921 ήταν βεβαιωμένη ότι επέρχεται. Δεν ελαφρύνει ούτε καν τις ευθύνες του στρατηγού Μεταξά, του μόνου πολιτικού που είχε έγκαιρα προβλέψει το αδιέξοδο της εκστρατείας. Γιατί, όπως έγραφε και ο Γ. Βλάχος -ο συντηρητικός εκδότης της «Καθημερινής»- παρόλο που του ζήτησε επίμονα να βγει δημόσια και να πει στο λαό την άποψή του, αυτός σιώπησε περιμένοντας «ως κόραξ την καταστροφή ... και όταν ... επήλθεν ... φόρεσε το φράκο του και θέλησε να γίνη και πρωθυπουργός».

Ιδιαίτερος κρίκος σε όλο αυτό το πλέγμα των ευθυνών υπήρξε ο Ύπατος Αρμοστής Σμύρνης Αριστείδης Στεργιάδης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: